Dictionary of Greek. 2013.
εκκλείω — ἐκκλείω και ιων. τ. ἐκκληΐζω (Α) 1. κλείνω έξω από κάτι 2. αποκλείω, δεν επιτρέπω 3. εμποδίζω 4. αποκόπτω … Dictionary of Greek